- χωριάτης
- οθηλ. χωριάτισσα και χωριάτα1. αυτός που κατάγεται από χωριό.2. αγροίκος, άξεστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χωριάτης — ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν κάτοικος χωριού, χωρικός νεοελλ. 1. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, απολίτιστος, άξεστος 2. παροιμ. φρ. α) «ο χωριάτης κι αν πλουτήνει, το τσαρούχι δεν τ αφήνει» δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται… … Dictionary of Greek
βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… … Dictionary of Greek
χωριατεύω — Ν [χωριάτης] φέρομαι σαν απολίτιστος χωριάτης … Dictionary of Greek
χωριατοφέρνω — Ν (αμτβ.) έχω κάπως χωριάτικη συμπεριφορά, φέρομαι σαν χωριάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + φέρνω (πρβλ. μικρο φέρνω)] … Dictionary of Greek
χωριατοφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν χωριάτης, μοιάζω σαν χωριάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Vlachs — Vlach ( /ˈvlɑː … Wikipedia
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
αγροδίαιτος — ἀγροδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει στους αγρούς, στην εξοχή, χωρικός, χωριάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + δίαιτα] … Dictionary of Greek
αγροικίζομαι — ἀγροικίζομαι, (Α) [ἄγροικος] φέρομαι με τρόπο αγροίκο και ανόητο, είμαι αγενής, άξεστος, χωριάτης … Dictionary of Greek
αρχοντοχωριάτης — ο (θηλ. ισσα, η) 1. ο χωριάτης άρχοντας, ο πλούσιος χωρικός 2. αυτός που προσπαθεί να φαίνεται άρχοντας αλλά δεν μπορεί να κρύψει την ταπεινή καταγωγή του … Dictionary of Greek